ταπειναί

ταπειναί
ταπεινός
low
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… …   Dictionary of Greek

  • ταπείν' — ταπεινά , ταπεινός low neut nom/voc/acc pl ταπεινά̱ , ταπεινός low fem nom/voc/acc dual ταπεινά̱ , ταπεινός low fem nom/voc sg (doric aeolic) ταπεινέ , ταπεινός low masc voc sg ταπειναί , ταπεινός low fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”